Εξάρθρημα ώμου Χειρουργείο

Το εξάρθρημα ώμου αποτελεί ένα ιδιαίτερα τραυματικό γεγονός για την άρθρωση καθώς, συνοδεύεται από καταστροφή βασικών ανατομικών δομών της. Οι κυριότερες βλάβες που παρατηρούνται σε ένα πρόσθιο εξάρθρημα ώμου είναι:

Ρήξη του επιχείλιου χόνδρου (βλάβη Bankart)

Κάταγμα του πρόσθιου χείλους της ωμογλήνης (οστική βλάβη Bankart)

Ρήξη του πρόσθιου θυλάκου (γληνοβραχιόνιοι σύνδεσμοι, βλάβη HAGL)

Εμπιεστικό κάταγμα τηε βραχιόνιας κεφαλής (βλάβη Hills-Sachs)

Στόχος της χειρουργικής θεραπείας είναι η -όσο το δυνατό- αποκατάσταση των παραπάνω βλαβών και η σταθερή καθήλωση της κεφαλής του βραχιονίου εντός της ωμογλήνης, έτσι ώστε η κεφαλή να μην μπορεί να εξαρθρωθεί ξανά. Παράλληλα, η καθήλωση της κεφαλής πρέπει να γίνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην περιορίζεται η κινητικότητα του ώμου εις βάρος της σταθερότητας της άρθρωσης.

Η αποκατάσταση των βλαβών της άρθρωσης ύστερα από εξάρθρημα ώμου γίνεται αρθροσκοπικά (αρθροσκόπηση ώμου). Μέσα από τρεις ελάχιστες τομές του δέρματος εισάγουμε στον ώμο μια κάμερα (αρθροσκόπιο) και τα χειρουργικά εργαλεία. Η κάμερα μεταφέρει την εικόνα από το εσωτερικό της άρθρωσης σε μια οθόνη. Βλέποντας την οθόνη, παρατηρούμε τις ανατομικές δομές του ώμου, ελέγχουμε το μέγεθος της κάθε βλάβης και εφαρμόζουμε τις αντίστοιχες χειρουργικές τεχνικές.

Αρχικά, ελέγχουμε το μέγεθος της βλάβης του επιχείλιου χόνδρου. Καθαρίζουμε την περιοχή από τους τραυματισμένους ιστούς και επανακαθηλώνουμε τον αποκολλημένο επιχείλιο χόνδρο στην ανατομική του θέση, στο περιφερικό χείλος της ωμογλήνης. Η καθήλωση του επιχειλίου χόνδρου επιτυγχάνεται με την τοποθέτηση αγκυρών εντός της ωμογλήνης. Οι άγκυρες είναι βίδες που φέρουν ράμματα (φανταστείτε μια βελόνα φορτωμένη με μια κλωστή). Οι άγκυρες (βίδες) ενταφιάζονται στην περιφέρεια της ωμογλήνης και στη συνέχεια, με ειδική τεχνική περνάμε τα ράμματά τους μέσα από τον επιχείλιο χόνδρο. Έπειτα, δημιουργούμε με τα ράμματα κόμπο, κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο επιχείλιος χόνδρος να εγκλωβιστεί μεταξύ άγκυρας και κόμπου. Με τον τρόπο αυτό, κατορθώνουμε να σταθεροποιήσουμε τον επιχείλιο χόνδρο στην αρχική ανατομική του θέση και να αποκαταστήσουμε τη λειτουργία του (περιορισμός υπερβολικής πρόσθιας μετατόπισης της βραχιόνιας κεφαλής).

Στη συνέχεια, ελέγχουμε το εμπιεστικό κάταγμα της κεφαλής του βραχιονίου. Η βλάβη αυτή πρέπει να αποκαθίσταται όταν αφορά σε ποσοστό >25% της συνολικής επιφάνειας της κεφαλής. Στις περιπτώσεις αυτές, με ειδική τεχνική, γεμίζουμε το κενό του κατάγματος με τους μύες της ωμοπλάτης. Σε περιπτώσεις που το κάταγμα αφορά σε ποσοστό >50% της συνολικής επιφάνειας της κεφαλής, η διόρθωση της βλάβης επιβάλλει τη χρήση οστικού μοσχεύματος.

Σε κάθε στάδιο της χειρουργικής επέμβασης ελέγχουμε τη σταθερότητα και την κινητικότητα του ώμου του ασθενούς. Η επίτευξη της ιδανικής ισορροπίας μεταξύ σταθερότητας και κινητικότητας είναι δύσκολη και απαιτεί εμπειρία στην αρθροσκοπική χειρουργική του ώμου. Δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζουν το βαθμό σταθεροποίησης της άρθρωσης. Κάθε περίπτωση εξαρθρήματος είναι μοναδική και ο ορθοπαιδικός χειρουργός πρέπει να διαθέτει την αίσθηση της σταθερότητας που πρέπει κάθε φορά να προσφέρει στον εκάστοτε ώμο.

Μετεγχειρητικά, κάθε ασθενής με αναταχθέν εξάρθρημα ώμου εντάσσεται σε ειδικό πρόγραμμα αποκατάστασης και μαθαίνει να χειρίζεται κατάλληλα το χειρουργημένο ώμο του. Παράλληλα, εκτελεί είδικές ασκήσεις που ενισχύουν τους σταθεροποιητικούς μηχανισμούς της άρθρωσης και τον βοηθούν να επανέλθει γρήγορα και με αφάλεια στις καθημερινές του δραστηριότητες.

Copyright © 2018. Powered by Adviser. All Rights Reserved